Όταν πηγαίναμε Γ' Λυκείου, μια μέρα κάποιος πήγε κι έγραψε με μαρκαδόρο σε έναν τοίχο στην αυλή του σχολείου μια πρόταση από αυτές που σε τέτοιες περίεργες ηλικίες σε σημαδεύουν: «Να ζήσουμε, όχι να επιβιώσουμε». Ήταν σαν μια αγχωτική συμβουλή που τη βλέπαμε κάθε μέρα, σαν μια ευχή και κατάρα, μην περάσουνε τα χρόνια και παρασυρθούμε από την καθημερινότητα, μην ξεχάσουμε να ζούμε στην προσπάθειά μας να επιβιώσουμε. Τις τελευταίες μέρες του σχολείου αυτή η πρόταση ήταν αυτό που ευχόμασταν μεταξύ μας διάφοροι συμμαθητές, όταν αποχωριζόμασταν για το καλοκαίρι και μπορεί και για το υπόλοιπο της ζωής μας.
Το καλοκαίρι έκλεισα τα σαράντα και παρότι ούτε η ζωή μου ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν αλλάξαμε ιδιαίτερα από τη μια στιγμή στην άλλη με το πέρασμα σε αυτή την καινούρια ηλικιακή δεκαετία, πολλές φορές σκέφτομαι πώς θα με έβλεπε ο 18χρονος εαυτός μου, αν θα καταλάβαινε ή αν θα ενέκρινε τις επιλογές μου, την πορεία που πήρε η ζωή μου, το πού έχω φτάσει σήμερα και κυρίως το πώς έφτασα εδώ που έφτασα.