Η συνεξάρτηση (codependency) είναι μια έννοια που εισήχθη τη δεκαετία του 1980 για να περιγράψει ένα ευρύ φάσμα σχεσιακών συμπεριφορών που αναστέλλουν την προσωπική λειτουργία. Δημιουργήθηκε μέσα στο κίνημα θεραπείας κατάχρησης ουσιών με την αναγνώριση ότι όχι μόνο οι αλκοολικοί, αλλά και οι οικογένειες των αλκοολικών χρειάζονταν θεραπεία (Krestan & Bepko, 1990).
Ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η έννοια της συνεξάρτησης επεκτάθηκε σε οποιονδήποτε εμπλέκεται σε δυσλειτουργικές σχέσεις.
Οι Spann και Fischer (1990) όρισαν λειτουργικά τη συνεξάρτηση ως μια ψυχοκοινωνική κατάσταση που εκδηλώνεται μέσα από ένα δυσλειτουργικό πρότυπο σχέσης με τους άλλους. Αυτό το μοτίβο χαρακτηρίζεται από εστίαση έξω από τον εαυτό, αυτοθυσία, ακραία πίστη στην προσωπική αδυναμία και την ισχύ των άλλων, έλλειψη ανοιχτής έκφρασης των συναισθημάτων, προσπάθεια για απόκτηση αίσθησης σκοπού μέσω των σχέσεων και διαπροσωπικό έλεγχο (π.χ. επιθυμία να επιλύει τα προβλήματα των άλλων ανθρώπων και να ελέγχει τη συμπεριφορά τους).