Η λέξη «ψυχή» (από το ρήμα «ψύχω», δηλ. «φυσώ», «πνέω») κυριολεκτικά σημαίνει την «ψυχρή πνοή» (Wikipedia). Σήμερα χρησιμοποιούμε τον όρο κυρίως με δυο σημασίες:
1. Ως το άυλο βασικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, σε αντιδιαστολή με το υλικό που είναι το σώμα (Wiktionary)
2. Ως το όργανο που καθορίζει την συμπεριφορά μας (Καφετζόπουλος, 2019), σκέψεις, συναισθήματα, δοξοθυμίες, μνήμες κλπ.
Ενίοτε χρησιμοποιούμε τον όρο «ψυχή» και με άλλες σημασίες, όπως θάρρος, σθένος και κουράγιο: «είναι ψυχάρα», «έχει ψυχή» · την ηθική διάσταση σε αντιδιαστολή με τις διανοητικές λειτουργίες: «έχει καλή ψυχή»· τον ίδιο τον άνθρωπο: «δεν υπήρχε ψυχή εκεί γύρω»· το σημαντικό: «ήταν η ψυχή της ομάδας» κ.α.