Σταθερά πάνω από το 1,2 εκατομμύριο παραμένει ο αριθμός των ανέργων στην Ελλάδα παρά τη βραδεία αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας στο 25,5% το γ' τρίμηνο εφέτος, από 26,6% το β' τρίμηνο, καθώς φθάνει τους 1.229.370. Παρά τον περιορισμό του εν λόγω ποσοστού που ανακοινώθηκε χθες από την ΕΛΣΤΑΤ, τα "ποιοτικά" μεγέθη της ανεργίας εξακολουθούν να είναι άκρως ανησυχητικά. Όπως, για παράδειγμα, ότι οι 3 στους 4 άνεργους ανήκουν στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων (δηλαδή όσων μάταια αναζητούν εργασία για διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών) αφού το ποσοστό τους κυμαίνεται στο 75,4% του συνόλου των ανέργων. Ή ακόμη ότι, με βάση τα ίδια στοιχεία, επίσης οι 3 στους 4 άνεργους (το 75,1% των ανέργων) είναι διατεθειμένοι να εργαστούν έστω και με μερική απασχόληση, δηλαδή με πολύ χαμηλές αποδοχές αντί κανονικού μισθού.
Η τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ακόμη ότι ένας στους δύο νέους έως 24 ετών εξακολουθεί -παρά τα πεντάμηνα προγράμματα απασχόλησης- να είναι άνεργος, ενώ στις νέες γυναίκες, το ποσοστό ανεργίας εξακοντίζεται στο 56,6% και 4 στους 10 (ποσοστό 39,7%) παραμένουν άνεργοι στην παραγωγική ηλικία των 25 με 29 ετών.
Από τα ίδια στοιχεία προκύπτουν τα εξής:
Το γ' τρίμηνο 2014 το ποσοστό ανεργίας ήταν 25,5%, έναντι 26,6% του β' τριμήνου εφέτος και 27,2% του αντίστοιχου τριµήνου του 2013. Ο αριθμός των ανέργων ήταν 1.229.370 άτομα και μειώθηκε κατά 4% σε σχέση µε το προηγούμενο τρίµηνο και κατά 6,9% σε σχέση µε το γ' τρίµηνο του 2013.
Οι απασχολούμενοι ανήλθαν σε 3.586.885 και η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,4% σε σχέση µε το προηγούμενο τρίµηνο και κατά 1,5% σε σχέση µε το γ' τρίµηνο πέρυσι.
Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών (29,2% το γ' τρίμηνο εφέτος από 31,3% το γ' τρίμηνο πέρυσι) παραμένει σηµαντικά υψηλότερο εκείνου των ανδρών (22,6% από 24%).
Ηλικιακά, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους 15-24 ετών (49,5% το γ' τρίμηνο εφέτος από 57,1% το γ' τρίμηνο πέρυσι) και στα άτομα 25 - 29 ετών (39,7% από 43,5%). Ακολουθούν οι ηλικίες 30- 44 ετών (24,7% από 25,9%), 45- 64 ετών (18,5% από 18,9%) και 65 ετών και άνω (9,3% από 8,2%).
Σε επίπεδο περιφερειών, τα υψηλότερα ποσοστά εμφανίζουν Κεντρική Μακεδονία (27,8% το γ' τρίμηνο εφέτος από 30,2% το γ' τρίμηνο πέρυσι), Δυτική Ελλάδα (27,5% από 28,9%) και Αττική (27,1% από 28,8%). Ακολουθούν: Δυτική Μακεδονία (26,7% από 32,1%), Στερεά Ελλάδα (26% από 28,4%), Ήπειρος (25,9% από 27,5%), Θεσσαλία (25,4% από 25,1%), Ανατολική Μακεδονία - Θράκη (23% από 27,1%), Πελοπόννησος (23% από 22,4%), Βόρειο Αιγαίο (21,6% από 20,8%), Κρήτη (20,9% από 22,9%) ,Ιόνιοι Νήσοι (16,1% από 12,8%) και Νότιο Αιγαίο (15,2% από 17,3%).
Οι "νέου άνεργοι" (όσοι δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν) αντιστοιχούν στο 24% του συνόλου, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (όσοι αναζητούν εργασία πάνω από 12 µήνες) αποτελούν αντίστοιχα το 75,4% του συνόλου.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόµων ξένης υπηκοότητας είναι μεγαλύτερο των Ελλήνων (30,3% έναντι 25,1%). Το 73,6% των ξένων υπηκόων είναι οικονοµικά ενεργό, ποσοστό σηµαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων (50,5%).
Με βάση το επίπεδο εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας πλήττει όσους έχουν πάει μερικές τάξεις ∆ηµοτικού (34,8%), ενώ ακολουθούν όσοι δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (33%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε κατόχους διδακτορικού ή μεταπτυχιακού (12,7%) και πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (20,6%).
Από το σύνολο των ανέργων που αναζητούν μισθωτή απασχόληση, το 18,7% αναζητούν αποκλειστικά πλήρη απασχόληση, ενώ το 75,1% αναζητούν πλήρη αλλά στην ανάγκη είναι διατεθειμένοι να εργαστούν και µε μερική απασχόληση. Το 6,1% είτε αναζητούν μερική απασχόληση είτε δεν ενδιαφέρονται εάν θα βρουν μερική ή πλήρη απασχόληση.
Ένα ποσοστό ανέργων (5,1%) απέρριψαν κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους, κυρίως επειδή:
α) δεν εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας (23,6%),
β) δεν ήταν ικανοποιητικές οι αποδοχές (20,8%),
γ) δεν εξυπηρετούσε το ωράριο (22,8%).
Το γ' τρίμηνο βρήκαν απασχόληση 171.989 άτοµα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, 54.670 άτοµα μετακινήθηκαν από τον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσμό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 125.507 άτοµα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούμενα, σήµερα είναι άνεργα και άλλα 71.070 άτοµα που ήταν απασχολούμενα είναι πλέον οικονοµικά µη ενεργά. Επιπλέον, 110.926 άτοµα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονοµικά µη ενεργό πληθυσμό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα.
Ανά τοµέα οικονομίας, στον πρωτογενή τοµέα παρατηρείται μείωση 1,1% των απασχολούμενων, στον δευτερογενή μείωση 1,7% και στον τριτογενή τομέα αύξηση 2,7%.
Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης ανέρχεται στο 9,5% του συνόλου των απασχολουμένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζομένων, το 68,4% έκαναν αυτήν την επιλογή διότι δεν µπόρεσαν να βρούν πλήρη απασχόληση, το 6,4% για άλλους προσωπικούς ή οικογενειακούς λόγους, το 4,3% γιατί εκπαιδεύονται, το 2,2% διότι φροντίζουν µικρά παιδιά ή εξαρτώμενους ενήλικες και το 18,7% για διάφορους άλλους λόγους.
Το ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιµάται σε 64,4%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του µέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 83,4% του συνόλου των απασχολουμένων.
Πηγή: Αυγή 19-12-2014