Μετά από χρόνια δουλειάς ως ψυχοθεραπευτής, έμαθα να αναγνωρίζω ένα συγκεκριμένο βάρος που κουβαλούσαν οι θεραπευόμενοί μου. Δεν ήταν ακριβώς λύπη, ούτε φόβος — αν και αυτά ήταν συχνά παρόντα. Ήταν ενοχή. Όχι ένα συναίσθημα που ερχόταν και έφευγε, αλλά κάτι που γύριζε αδιάκοπα στο μυαλό τους. Μια ενοχή επίμονη, που δεν αμβλυνόταν με τον χρόνο, όπως άλλα πράγματα.
Έβλεπα αυτή την ενοχή στους γονείς παιδιών που πάλευαν με τον εθισμό, σε συζύγους που έβλεπαν το ταίρι τους να παλεύει με μια χρόνια αρρώστια και σε φροντιστές που ένιωθαν ότι έπρεπε να είχαν κάνει περισσότερα — παρόλο που είχαν κάνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό.
Μου ήταν άλλωστε κι εμένα οικείο με αυτό το συναίσθημα, καθώς το κουβαλούσα και ο ίδιος.
Υπάρχει κάτι αθόρυβα επιθυμητό μέσα στην ενοχή. Μοιάζει ενεργή. Μας δίνει την αίσθηση ότι έχουμε τον έλεγχο, ότι αν προσπαθήσουμε πιο σκληρά ή αν ψάξουμε πιο πολύ, μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα. Η ενοχή μάς ψιθυρίζει ότι μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά.
Η ενοχή κρύβει μέσα της την ελπίδα.