α τελευταία χρόνια αλλάζει ραγδαία το θεραπευτικό τοπίο στην αντιμετώπιση των αιματολογικών κακοηθειών, καθώς τα αποτελέσματα κλινικών ερευνών δείχνουν ότι η χρήση νεότερων και πιο εξελιγμένων μονοκλωνικών αντισωμάτων συμβάλλει στην περαιτέρω βελτίωση της έκβασης των ασθενών με αυτές τις παθήσεις.
Οι αιματολογικές κακοήθειες, όπως η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία και το οζώδες λέμφωμα, o συχνότερος τύπος βραδέως εξελισσόμενου μη-Hodgkin λεμφώματος, είναι ασθένειες με περιορισμένες θεραπευτικές επιλογές.Με τα νεότερα κλινικά δεδομένα είναι πλέον διαθέσιμες νεότερες και πιο αποτελεσματικές θεραπείες για τη διαχείριση αυτών των νόσων, όπως τόνισαν η αναπληρώτρια καθηγήτρια Αιματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στην Αιματολογική Κλινική του Νοσοκομείου Αθηνών «Λαϊκό» κυρία Μαρία Αγγελοπούλου και ο καθηγητής Αιματολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, διευθυντής Αιματολογικής Κλινικής στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης κ. Ιωάννης Κοτσιανίδης.
Σύμφωνα με τους ειδικούς επιστήμονες, η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία είναι η συχνότερη μορφή λευχαιμίας στον δυτικό κόσμο, η οποία αντιστοιχεί στο 25-30% όλων των μορφών λευχαιμίας. Κάθε χρόνο ευθύνεται για περισσότερα από 20.000 νέα περιστατικά και 13.000 θανάτους στην Ευρώπη. Προσβάλλει πιο συχνά τους άνδρες και τους ηλικιωμένους.
Ταυτόχρονα, κάθε μέρα, περισσότερα από 50 άτομα στην Ευρώπη διαγιγνώσκονται με οζώδες λέμφωμα, που αποτελεί τον πιο συχνό τύπο βραδέως εξελισσόμενου μη-Hodgkin λεμφώματος.
«Σήμερα», ανέφερε η κυρία Αγγελοπούλου, «έχουμε στη διάθεσή μας ισχυρά όπλα για να καταστήσουμε τη χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, μία ασθένεια αντιμετωπίσιμη για μεγάλο χρονικό διάστημα, δίνοντας μία ουσιαστική παράταση της επιβίωσης, χωρίς οι ασθενείς να χάνουν την ποιότητα ζωής τους».
Είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο, σημείωσε, το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγκρίνει μία νέα θεραπεία που βασίζεται στη χορήγηση της ομπινουτουζουμάμπης σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία με χλωραμβουκίλη για τη θεραπεία μη προθεραπευμένων ασθενών με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία και συννοσηρότητες που τους καθιστούν ακατάλληλους για θεραπεία με πλήρη δόση φλουνταραμπίνης.
Πηγή: http://www.tovima.gr