Αδυναμία να αναγνωρίσει και να διατηρήσει τα ταλέντα της στη χώρα εμφανίζει η Ελλάδα, η οποία κατατάσσεται στην 50ή θέση του παγκόσμιου δείκτη ανταγωνιστικότητας ταλέντων με βαθμολογία 42,46 (The Global Talent Competitiveness Index-GTCI).
Ο συγκεκριμένος δείκτης αξιολογεί την ανταγωνιστικότητα 93 χωρών βάσει της ικανότητάς τους να αναπτύσσουν, να προσελκύουν και να διατηρούν τα ταλέντα. Σύμφωνα με τη φετινή κατάταξη, στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ελβετία με βαθμολογία 71,46, ενώ την πεντάδα συμπληρώνουν η Σιγκαπούρη, το Λουξεμβούργο, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς.
Πάντως, παρά τη χαμηλή της κατάταξη, η Ελλάδα ανέβηκε έξι θέσεις στον παγκόσμιο δείκτη το 2014 σε σχέση με το 2013. Η αξιολόγηση γίνεται με βάση τις επιδόσεις της κάθε χώρας σε έξι διαφορετικούς τομείς: την ενεργοποίηση ταλέντου, την ανάπτυξή του, τη διατήρησή του, τις επαγγελματικές και τεχνικές δεξιότητες αλλά και τις δεξιότητες που άπτονται της παγκόσμιας γνώσης.
Οπως επισημαίνουν οι υπεύθυνοι της έρευνας, την τελευταία δεκαετία παρατηρείται έκρηξη στη μετανάστευση ανθρώπων με υψηλές δεξιότητες είτε είναι φοιτητές είτε έμπειροι επαγγελματίες. Οι πλέον δημοφιλείς προορισμοί για την... εξαγωγή ταλέντων παραμένουν οι ΗΠΑ αλλά και οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία.
Οι ίδιοι τονίζουν ότι η τυπική εκπαίδευση, αν και κρίνεται απαραίτητη, δεν είναι αρκετή για να αναδειχθούν σε μια χώρα τα ικανά μυαλά αλλά και να παραμείνουν σ΄ αυτήν. Η δια βίου μάθηση αλλά και η διαρκής προσφορά ευκαιριών βελτίωσης που θα στοχεύουν κυρίως στις δεξιότητες που αναζητά ο επιχειρηματικός κόσμος κρίνονται εξίσου αναγκαία κίνητρα ώστε μια χώρα να μπορέσει να διατηρήσει το δυναμικό της.
Η ανάπτυξη των δεξιοτήτων είναι ένας από τους πιο σημαντικούς τρόπους για να ενισχυθεί η καινοτομία, η παραγωγικότητα και να επιτευχθεί η οικονομική ανάπτυξη που με τη σειρά της θα συμβάλει στην κοινωνική ευημερία, σημειώνουν οι συντάκτες της έρευνας.
Αναφερόμενοι μάλιστα στο εκπαιδευτικό σύστημα, προσθέτουν ότι θα πρέπει να έχει διευρυμένους ορίζοντες αφού μόνο οι ακαδημαϊκές επιδόσεις αλλά και ο αριθμός των σπουδαστών που ασχολούνται με τις επιστήμες και την τεχνολογία δεν αρκούν για να διαμορφώσουν νέους ανθρώπους με δημιουργικότητα, κριτική σκέψη και επικοινωνιακές δεξιότητες, όπως απαιτούν οι καινοτόμες κοινωνίες της εποχής μας.
Αλλωστε δεν είναι τυχαίο πως σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, βάσει των πρόσφατων ερευνητικών δεδομένων, αναμένεται να παρουσιαστεί κενό τουλάχιστον 1.300 εξειδικευμένων θέσεων εργασίας στον τομέα της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών φέτος παρά τα υψηλά ποσοστά της ανεργίας ιδιαίτερα μεταξύ των νέων.
Σύμφωνα με έρευνα που διενήργησε η Empirica για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ζήτηση σε στελέχη Πληροφορικής στην Ελλάδα ανέρχεται στον αριθμό των 65.000 για το 2015, ενώ η πλεονάζουσα ζήτηση στις 1.300. Βάσει των προβλέψεων της ίδιας έρευνας, το κενό σε θέσεις αυτής της κατηγορίας θα φτάσει τις 1.500 το 2017, ενώ εκτιμάται ότι θα αγγίξει τις 1.800 θέσεις εργασίας έως το 2020 όταν η συνολική ζήτηση θα έχει φτάσει τις 70.000 θέσεις.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα στο σύνολο της Ευρώπης καθώς υπολογίζεται ότι εντός του 2015 περίπου 509.000 θέσεις εργασίας, οι οποίες απαιτούν υψηλές τεχνολογικές δεξιότητες, δεν θα μπορέσουν να καλυφθούν.
Πηγή: http: www.ethnos.gr