“Το 2012, η Google είχε κέρδη ύψους περίπου 14 δισ. δολαρίων, απασχολώντας λιγότερους από 38.000 ανθρώπους. Το 1979, μόνο η General Motors είχε σχεδόν 840.000 εργαζόμενους, αλλά κέρδη μόλις 11 δισ. δολαρίων- 20% λιγότερα από ό,τι κέρδισε η Google. Και ναι, αυτό μετά την προσαρμογή στον πληθωρισμό”: η φράση αυτή (σε ελεύθερη μετάφραση), που εμπεριέχεται στο βιβλίο “Rise of the Robots” του Μάρτιν Φορντ, αποτυπώνει σε λίγες λέξεις τον ευρέως διαδεδομένο φόβο ότι η ανάπτυξη της οικονομίας και η δημιουργία επιχειρηματικών κερδών στο μέλλον δεν θα ανοίγουν θέσεις απασχόλησης, αφού θα βασίζονται στην αυτοματοποίηση και τα ρομπότ, χάρη στην ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Ο Φορντ δεν είναι ο μόνος που βλέπει τα ρομπότ και τις υπολογιστικές μηχανές σε ανθρώπινα πόστα ν’ αυξάνονται και να πληθαίνουν στο εγγύς μέλλον: οι καθηγητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Καρλ Φρέι και Μάικλ Όσμπορν, σε έρευνά τους το 2013, με τίτλο “The Future of Employment”, υποστήριζαν ότι το 47% των θέσεων εργασίας διατρέχει κίνδυνο αυτοματοποίησης στην επόμενη 20ετία.
Επτά χρόνια μετά την πρόβλεψη αυτή των Φρέι και Όσμπορν, για πιθανή αντικατάσταση ενός στους δύο εργαζομένους από ρομπότ και υπολογιστικές μηχανές, μια πενταετία μετά την πρώτη δημοσίευση του βραβευμένου βιβλίου του Φορντ για τις ραγδαίες αλλαγές, που αναμένεται να επιφέρουν στην απασχόληση οι αλγόριθμοι, και εν μέσω των ισχυρών κραδασμών της πανδημίας Covid-19, πώς προχωρά η αυτοματοποίηση της εργασίας και πόσο πιθανή είναι η επαλήθευση αυτών των σεναρίων; Παρά το γεγονός ότι η τεχνολογία μπορεί πάντα να επιφυλάσσει εκπλήξεις, με βάση τα μέχρι στιγμής δεδομένα, τα ρομπότ κι οι μηχανές μάλλον δεν …τρέχουν τόσο γρήγορα, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα προκύπτουν από την τελευταία έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), που έγινε σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (ESRI), με έδρα το Δουβλίνο.