Από την κείμενη νομοθεσία προβλέπεται, με ορισμένες προϋποθέσεις, η υποχρεωτική συνέχιση της ασφάλισης στο ΙΚΑ των εργαζομένων για τις ανωτέρω περιπτώσεις αποχής από την εργασία τους. Η σχετική διάταξη του νόμου έχει ως εξής: «τα πρόσωπα που υπάγονται στην ασφάλιση του Ιδρύματος συνεχίζουν υποχρεωτικά την ασφάλισή τους και κατά τη διάρκεια του χρόνου που δικαιωματικά ή από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής τους (όπως λ.χ. συνεπεία άδειας, στράτευσης κ.λπ.) δεν παρέχουν εργασία, πλην όμως δικαιούνται να λάβουν εξ ολοκλήρου ή μερικώς τις αποδοχές από τον εργοδότη τους» (άρθρα 2 παρ. 1 και 8 παρ. 2 Α.Ν. 1846/1951).
Στην ανωτέρω διάταξη αναφέρονται μεν ρητά μόνο οι περιπτώσεις της άδειας και στράτευσης, πλην όμως έχει γίνει δεκτό ότι περιλαμβάνονται επιπλέον η ασθένεια, η υπερημερία του εργοδότη, η διαθεσιμότητα του μισθωτού, η επίσχεση εργασίας του κ.λπ.
Επομένως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι γενικά δεν διακόπτεται η ασφαλιστική σχέση στις περιπτώσεις που o ασφαλισμένος δικαιολογημένα και ανυπαίτια δεν παρέχει τις υπηρεσίες του, είτε για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του (ασθένεια, στράτευση), είτε ασκώντας νόμιμο δικαίωμά του (άδεια, επίσχεση εργασίας κ.λπ.), ενώ συνεχίζεται από τον εργοδότη η υποχρέωση να του καταβάλει τις αποδοχές του.
Πιο αναλυτικά στο επισυναπτόμενο αρχείο