Ο εργαζόμενος σε περίπτωση καθυστέρησης των δεδουλευμένων αποδοχών του ή μη συμμόρφωσης του εργοδότη με κάθε νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση έχει το δικαίωμα ως μέσο άμυνας της επίσχεσης της εργασίας του. Η επίσχεση έχει αποκλειστικό και μόνο σκοπό να υποχρεώσει τον εργοδότη να καταβάλει στον εργαζόμενο τις δεδουλευμένες και καθυστερούμενες αποδοχές ή να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του. Έτσι ο εργαζόμενος που απέκτησε αξίωση ληξιπρόθεσμη και σχετική με την παροχή εργασίας του έναντι του εργοδότη δικαιούται να αρνηθεί να εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση για παροχή της εργασίας του, ενώ δικαιούται παράλληλα τις αποδοχές του για το χρονικό διάστημα αποχής του μέχρι την αποπληρωμή των οφειλομένων από τον εργοδότη.
Ο μισθωτός που ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας πρέπει να βρίσκεται πάντοτε στη διάθεση του εργοδότη, για να αναλάβει εργασία, εφόσον ο εργοδότης πάψει να είναι υπερήμερος (ΑΚ 656, υπ. Εργασίας 1669/10.09.1982), ενώ έχει το δικαίωμα να απασχοληθεί σε άλλον εργοδότη για την ικανοποίηση βασικών αναγκών βιοπορισμού του.
Δεν μπορεί να ασκηθεί επίσχεση εργασίας με σκοπό τον εξαναγκασμό του εργοδότη για αυξήσεις αποδοχών ή άλλες παροχές που δεν είναι ληξιπρόθεσμες. Η επίσχεση εργασίας ισχύει, από τη στιγμή που η άσκησή της περιέρχεται σε γνώση του εργοδότη.
Όταν ο μισθωτός απέχει από την εργασία του, ασκώντας το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας για βάσιμες αξιώσεις του, ο εργοδότης δεν μπορεί να θεωρήσει ότι έχει επέλθει λύση της σύμβασης εργασίας και γίνεται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζόμενου, εφόσον αποκρούει την προσφορά του, χωρίς να προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία της σύμβασης εργασίας.
Η ομαδική επίσχεση εργασίας εμφανίζει ομοιότητες με την απεργία, με την οποία ωστόσο δεν πρέπει να συγχέεται.
Αναλυτικότερη ενημέρωση στο αρχείο που επισυνάπτεται.